Σκωτσέζος

Σκωτσέζος
και Σκοτσέζος, ο, θηλ. Σκωτσέζα και Σκοτσέζα, Ν
ο Σκώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σκώτος / Σκότος αναλογικά προς τη λ. εγγλέζος και με επίδραση τών τ. Scots και Scotch].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σκοτσέζος — ο, θηλ. Σκοτσέζα, Ν βλ. Σκωτσέζος …   Dictionary of Greek

  • Σκώτος — και Σκότος, ο, Ν αυτός που κατάγεται από τη Σκωτία ή ο κάτοικος τής Σκωτίας, Σκωτσέζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Scot < αρχ. αγγλ. Scottas < υστερολατ. Scotus / Scottus] …   Dictionary of Greek

  • σκωτσέζικος — η, ο, Ν [Σκωτσέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σκωτία ή στους Σκώτους ή αυτός που προέρχεται από αυτούς, σκωτικός («σκωτσέζικο ύφασμα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωτσέζικα η σκωτική γλώσσα. επίρρ... σκωτσέζικα κατά τρόπο σκωτσέζικο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”